- προσπολεμώ
- -έω, Αδιεξάγω πόλεμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπολεμῶ — προσπολεμέω carry on war against pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσπολεμέω carry on war against pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσπολεμέω carry on war against pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσπολεμέω carry on war… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπολεμούμαι — όομαι, Α 1. κάνω έναν ακόμη εχθρό 2. αναλαμβάνω έναν ακόμη πόλεμο εναντίον κάποιου 3. προσπολεμῶ* … Dictionary of Greek